Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 29, 2006

Ο αχμάκης*

Στη Μυτιλήνη. Οδός Ιθάκης. Έκει έστεκε, στο πεζοδρόμιο, κι έβλεπε τους πρόσφυγες να σέρνονται, κουρέληδες και ταλαιπωρημένοι. Οι πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών κλείναν στην εμφάνισή τους. Το βλέμμα του έπεσε σ' έναν απ' αυτούς που είχε ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά. Έκλαιγε. Διψούσε. Ζήτησε νερό από το καφενείο της γωνίας. Ο μαγαζάτορας του γύρεψε λεφτά, ένα και πενήντα το ποτήρι. Δεν είχε. Βγήκε έξω, γονάτισε, κι έφτυσε στο στόμα του παιδιού του για να το ξεδιψάσει.

Μόλις είδε τη σκηνή, χύθηκε στο καφενείο.


"Καλώς τον μουρλο-αχμάκη!", του φώναξε περιπαιχτικά ο μαγαζάτορας που στεκόταν τώρα πάνω από ένα τραπέζάκι κι εβλεπε κάτι μεσήλικες που παίζαν πρέφα.

"Τί γυρεύεις του λόγου σου εδώ χωρίς τις νερομπογιές σου;", του ξανάπε κοροϊδευτικά κι αυτή τη φορά όλο το καφενείο τραντάχτηκε από τα γέλια.

Εκείνος δεν έδωσε απόκριση. Με γρήγορα βήματα πέρασε πίσω από τον ξύλινο πάγκο με τα μπουκάλια του κονιάκ και τις πορτοκαλάδες. Σήκωσε το ξερακιανό του χέρι κι άρπαξε από το ψηλό ράφι με τα μεγάλα και ψηλά ποτήρια, ένα. Το έχωσε στην σίγκλα με το νερο και μόλις γέμισε, το βούτηξε και κρατώντας το στο χέρι όρμησε και στήθηκε μπροστά στον καφετζή. Τα ματια του, γουρλωμένα, πετούσαν σπίθες. Ανέπνεε κοφτά, γρήγορα και στους κροτάφους του έτρεχαν στάλες ιδρώτα.

"Μη με κοιτάς έτσι εμένα, αχμάκη, γιατι ίσα που σηκώνω τη χέρα μου. Ακούς;", τού φώναξε αυστηρά...

...μα κείνος, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, σήκωσε το ποτήρι και μέσα σ'ενα ουρλιαχτό που έσκισε στη μέση το σούσουρο από τα γύρω τραπέζια, το βρόντηξε με δύναμη πάνω στο τραπέζι με τα τραπουλόχαρτα. Το ποτήρι έσπασε σε χίλια κομμάτια και το νερό πιτσίλισε τον τοίχο. Ο ήχος από τα εξοστρακισμένα θρύψαλλα που βρίσκαν στα τραπέζια και τις καρέκλες πάγωσε κάθε μιλιά στους τέσσερις τοίχους του καφενείου. Τα δάκτυλα του καφετζή σφίχτηκαν αντανακλαστικά σε γροθιά. Όπως τη σήκωνε για να τον κτυπήσει όμως, είδε με την άκρη του ματιού του το χέρι του αχμάκη. Ήταν ακόμα κολλημένο στο τραπέζι και γυάλιζε εκτυφλωτικά στο φως του ήλιου που έμπαινε από τη τζαμόπορτα. Όντας θεοφοβούμενος, το πέρασε για σημάδι. Είχε ακούσει πολλές τέτοιες ιστορίες για σημάδια στα βουνα της Μυτιλήνης. Πισωπάτησε σαστισμένος. Η λάμψη από κει είχε χάθεί, μα, αλοίμονο, ο τρόμος έσφιξε σα χέρι την καρδιά του: τ' απομεινάρια από τον πάτο του σπασμένου ποτηριού είχαν διαπεράσει την παλάμη του αχμάκη και είχαν βγεί έξω, από την άλλη πλευρά του χεριού του. Το αίμα έτρεχε ποτάμι, απλωνόταν και σχημάτιζε μια κόκκινη λίμνη που ολοένα μεγάλωνε. Στη μέση της, ένα γυάλινο νησί φυτρωμένο στο χερι του τρελλο-αχμάκη. Eίχε απομείνει να τον κοιτάζει με μια φουντωμένη οργή στα μάτια, αλλά το δέρμα του είχε πανιάσει. Αργά αργά τράβηξε απο τη χούφτα του του τον spasm;eno πάτο του ποτηριού. Κρατώντας τον στα χέρια πλησίασε αποφασιστικά τον αποσβωλομένο μαγαζάτορα και με φωνή ίσια και στρωτή, όπως κανείς ποτέ δεν την είχε ξανακούσει, του έφτυσε στα μούτρα τρεις λέξεις:

"Καφετζή, είσαι προδότης..."


*της Μυτιληνιάς

3 Comments:

Blogger atg said...

xairomai pou bgike auto pou bgike eite to itheles eite oxi :)
polu omorfo

9/29/2006 11:07 μ.μ.  
Blogger οι σκιές μιλάν said...

H εισαγωγική παράγραφος πάντως είναι αληθινό γεγονός. Ο θεόφιλος δεν ήταν εκεί. Τον έβαλα εγώ. Μου επιτρέπεις.

10/02/2006 3:06 μ.μ.  
Blogger atg said...

eyxaristisis mou :)

10/03/2006 12:02 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home