Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2006

Γνωριμία

Είμασταν ξαπλωμένοι στο χαλί ο ένας απέναντι στον άλλο και χαζεύαμε την ασπρόμαυρη εικόνα της τηλεόρασης χωρίς να καταλαβαίνουμε και πολλά από αυτα που διαδραματίζονταν επί της οθόνης. Βλέπεις, στην περιγραφή "Παν μη παιδικόν, αδιάφορον" συμπυκνωνόταν το Α και το Ω του τηλεοπτικού μας γούστου. Απόγευμα Κυριακής, μέσα της δεκαετείας του '80 λοιπόν και πιο πιθανό ηταν να κερδίσεις το λαχείο παρά να προβαλει η ΕΡΤ-1 παιδικά. 'Οπως και κάθε Κυριακή, οι δικοί μου απολάμβαναν να βλέπουν στην τηλεόραση έναν κύριο που το όνομά του θυμιζε εκείνη την κακιά χώρα που είχαμε πολεμήσει αλλά μας είχε νικήσει τελικά το ΄40. Και εκείνη την Κυριακή ήταν και παλι στην ασπρόμαυρη οθόνη, με τα άσπρα του μαλλιά, τα μαύρα κοκκάλινα γυαλία σαν αυτά που φορά η "κυρία" στο σχολείο, ντυμένος με μαυρο κουστούμι και άσπρο πουκάμισο. Καθισμένος σε μια μαύρη αναπαυτική πολυθρόνα συνομιλούσε με έναν άλλο κύριο πολύ πολύ ψηλό, με μαύρα μαλλιά, τζην και πουκάμισο. Ήταν τόσο ψηλός που τα γόνατα των ποδιών του, ακόμα και λυγισμένα όπως καθόταν σε ένα καναπέ, ξεπερνούσαν το ύψος του τραπεζιου πανω απο το οποίο έσκυβε για να πάρει στα τεράστια χέρια του το φλυτζάνι του καφέ.

Μου είχε φανεί περίεργο που αυτόν το ψηλό κύριο τον ήξερα. Δεν συνέβαινε συχνα αυτο με πρόσωπα σε εκπομπές της τηλεόρασης. Τον είχα δει σε πολλές αφίσες στο δωματιο του διπλανου μου στο σχολείο, του Μανθου που ήταν ΠΑΟΚ, όχι απο αντίδραση στον Άρη αλλά γιατι στον ΠΑΟΚ έπαιζε ένας άλλος Μάνθος, ο Μάνθος Κατσούλης. Στην τηλεόραση ωστόσο δεν ήταν ο Κατσούλης. Κάποιος άλλος ήταν.

- "Μπαμπά, πώς τον λένε αυτόν;", ρώτησα και κόλλησα το δάχτυλό μου στην οθόνη.
- "Ο Φασούλας είναι", πετάχτηκε κάγχαζοντας την άγνοιά μου ο αδερφός μου, που ξαπλωμένος δίπλα μου ήταν έτοιμος ως εκείνη τη στιγμή να αποκοιμηθεί.

Κοίταξα τον πατέρα μου. Έγνεψε καταφατικά. Κοίταξα τη μάνα μου. Δεν είχε δωσει σημασία στην απορία μου. Παρακολουθούσε απορροφημένη τη συζητηση που είχαν οι δυο ασπρόμαυροι κύριοι. Μου έκανε μεγαλη εντύπωση αυτο, γιατί στη μάνα μου ποτέ δεν άρεσαν τα αθλητικά. Όποτε είχε μπάσκετ στην τηλεόραση, εκείνη καθόταν στη κουζίνα, κάπνιζε τα Άσσο Έξπορτ που με έστελνε να της αγοράσω από το περίπτερο και διάβαζε κάτι βιβλία περίεργα. Λέω "περίεργα", γιατί μου ήταν αδυνατον να καταλάβω γιατί τα βιβλία αυτά τα "εντυνε" με κομματια εφημερίδας. Κι εγω στο σχολείο τα "έντυνα" τα βιβλία μου για να μη σκίζονται αλλά τα ντυσίματα τους ήταν από ένα διάφανο πλαστικό για να τα ξεχωρίζω. Βιβλία ντυμένα με εφημερίδα, δεν είχε κανένας στην τάξη. Αλλά πάλι η εφημερίδα ήταν λεπτή. Τι προστασία να προσφέρει!; Κι αν...

Από τις σκέψεις μου, με έβγαλε η φωνή του ασπρομαλλή κυρίου στην τηλεόραση.

"Παναγιώτη, σου έχουμε μια έκπληξη..."

Έκπληξη, ωραία! Οι εκπλήξεις στην τηλεόραση είναι αστείες, έχουν πάντα πλάκα, σκέφτηκα...

"Είναι απόψε μαζί μας ένας άνθρωπος που ξέρω καλά πως εκτιμάς και θαυμάζεις πολύ κι απ' όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω δεν είχες ποτέ την ευκαιρία να συναντήσεις από κοντά..."

Ο Φασούλας ανακάθησε στην άκρη του καναπε και κοίταξε με αγωνία τον κύριο με το κουστούμι. Μακάρι να εκτιμούμε τον ίδιο άνθρωπο, ευχήθηκα. Θα ήθελα πολύ να δω στην τηλεόραση τον Μπλεκ. Είναι πιο δυνατός και πολυ πιο εξυπνος απο τον Κάπταιν Μαρκ που άρεσε στον αδερφό μου.

"Κυρίες και κύριοι, είναι απόψε κοντά μας..."

Πες το...

"...ο Χρόνης Μίσσιος..."

Ο ποιος;;;

Από ένα ανοιγμα του ντεκόρ, μπηκε στο πλατώ ένας κοντός σχετικά κυριος, ντυμένος στα μαύρα, με ενα παχύ μουστάκι που κατέβαινε ως το πηγούνι του, αραιά μαλλια και χοντρά μαύρα γυαλιά. Ο Φασούλας είχε σηκωθεί όρθιος και έκρυβε μεσα στα χέρια του το πρόσωπό του, όπως έκανε ο πατέρας μου στην κηδεία του θειου Κώστα πέρισυ για να μην τον δει κανείς...

"ΟΧΙ! Όχι! Όχι...Όχι...", άκουσα την έκπληκτος τη φωνή της μάνας μου.
"'Οχι...Δεν έπρεπε να πάει...Κρίμα...", συνέχισε να μουρμουρίζει και με μιας σηκώθηκε από τον καναπέ και με γρήγορα βήματα βγήκε απο το δωμάτιο.

Η αναστάτωσή της με πάγωσε. Δεν καταλάβαινα τι είχε γίνει. Κοίταξα τον αδερφό μου. Αυτός πάντα ξέρει. Φευ! Κι εκείνου τα μάτια ήταν μεσ΄στην απορία. Κι οι δυο, σαν συνεννοημένοι γυρίσαμε προς το μέρος του πατέρα. Είχε όμως και κείνος ανακαθήσει στον καναπέ, όπως είχε κάνει λίγο πριν ο Φασούλας, και κοιτούσε στα χαμένα την οθόνη. Ούτε που μας έριξε μια ματιά. Ενοιωθα πως κατι σημαντικό γινόταν εκείνη τη στιγμή αλλά ήταν αδύνατο να καταλάβω.

"Ποιος είναι αυτός μπαμπά;" ρώτησα δειλά για να εισπράξω ένα "Σςςςςςςς!" όλο δικό μου.

Προσπαθούσα να καταλάβω κάτι από την κουβέντα που κάναν. Σκόρπιες λέξεις: το "Πολυτεχνείο", που ήξερα από τις γιορτές στο σχολείο, κάτι για "δημοκρατίια", "αγώνες" αλλά όχι για ποδοσφαίρου ή μπάσκετ...παραιτήθηκα. Καληνύχτησα και πήγα για ύπνο. Κράτησα ωστόσο στη μνήμη μου το όνομα αυτού του κυρίου...

5-6 χρόνια μετά αφαιρούσα από το εφημερηδένιο ντύσιμο του, το "Χαμογέλα ρε, ..." και διάβαζα λέξεις οπως κι αυτές του προηγούμενου ποστ στις σελίδες του. Χθες άκουσα πως ο Χρόνης Μίσσιος δεν είναι πολυ καλά στην υγεία του.

Ελπίζω να είναι ράδιο-αρβύλα...

Καληνύχτα.