Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Η πρόσθεση

Βράδυ, σ' ένα χαμαιτυπείο στην Πλάκα αρχές δεκαετείας του '90. Στο τραπέζι στο βάθος τέσσερις μεσήλικες τρώνε και πίνουν και συζητάνε έντονα. Η ώρα περνά κι οι πελάτες αραιώνουν. Τα τραπέζια σιγά σιγά σηκώνονται. Το γκαρσόνι έρχεται στην παρέα των τεσσάρων για τον λογαριασμό. Βγάζει το τεφτέρι από την τσέπη της ποδιάς του, σκύβει πάνω απο το τραπέζι και ρωτά τί έχουν παραγγείλει. Τα πιάτα μπαίνουν πάνω στο χαρτί κι από δίπλα οι αντίστοιχες τιμές τους. Κάνει τη σούμμα. "16. 300" ανακοινώνει. Εκείνη τη στιγμή, ο ένας απο τους συνδιατημόνες αναθυμάται πως είχε και μια μπύρα που ξέχασε ν' αναφέρει νωρίτερα. Το γκαρσόνι σηκώνει τα μάτια κάτω από τα παχειά του φρύδια, τον κοιτάζει κι ακολούθως γέρνει προς τα πίσω, σκίζει το χαρτί με τον λογαρισμό και το πετά. Αλλάζει σελίδα στο μπλοκάκι και πιάνει να γράφει πάλι τα πιάτα που είχαν και τις τιμές τους, προσθέτοντας αυτή τη φορά και την τιμή της μπύρας. Οι τέσσερις φίλοι τον κοιτούν με έκπληξη κι αρχίζουν να του εξηγούν πως ο πιο συνηθιμένος κι εύκολος τρόπος θα ήταν να προσέθετε στο ήδη υπάρχον άθροισμα την τιμή της μπύρας κι οτι το αποτέλεσμα θα ήταν ακριβώς το ίδιο. Το γκαρσόνι παραδέχεται πως έχουν δίκιο αλλά παρ' όλ΄αυτά προτιμά τον δικό του τρόπο.

"Εδώ, εγώ έχ' εστιατόριο...Δεν είμαι κανάς φιλόσοφος!", συμπληρώνει.

Κι αυτό εδώ είν' ένα ακόμη ποστ που προστίθεται στα previous. Και τούτ' εδω είναι μπλογκ. Δεν είν' ούτ' ημερολόγιο ούτε συνεδρία σε chaise longue ψυχαναλυτή.

Ναί, αγαπητέ;