Τρίτη, Οκτωβρίου 24, 2006

Το Κόκκινο Μουστάκι του Απατάγγελου

- Δεν θα προλάβουμε, είπε ανήσυχα η Δ..
- Θα προλάβουμε, την καθησύχασε ο Ν. .
- Μα είμαστε είκοσι χιλιόμετρα σχεδόν έξω από την Πάτρα...και το πλοίο φεύγει σε σαρανταπέντε λεπτά.
- Θα προλάβουμε καλή μου. Μην ανησυχείς. Και την άλλη φορά, θυμάσαι; Τα ίδια έλεγες, και τελικά ήμασταν στο λιμάνι στην ώρα μας, της είπε με φωνή γεμάτη σιγουριά.
- Την άλλη φορά είμασταν με τη μηχανή Ν.. Αποφύγαμε έτσι το μποτιλιάρισμα στο κέντρο. Τώρα με το αυτοκίνητο, δεν υπάρχει περίπτωση…θα κολλήσουμε σίγουρα κάπου.

Άρχισε να κάνει υπολογισμούς με το μυαλό της. Το αυτοκίνητο έτρεχε με 120 - 130 χλμ ανά ώρα κι είχαν ακόμα καμια εικοσαριά χιλιόμετρα να διανύσουν. Θα ήταν στην Πάτρα σε…(καταραμένα μαθηματικά)…σε ένα έκτο της ώρας, 10 λεπτά περίπου. Είχε δίκιο ο Ν.. Τον κοίταξε από το πλάι.

- Θα προλάβουμε μάλλον, ε; του ψιθύρισε διστακτικά.
- Ναι καλή μου…Θα επέτρεπα, νομίζεις, να χαλάσει το ταξίδι μας;

Ο Ν. πίεσε ελαφρά λίγο παραπάνω το πόδι του στο πεντάλ του γκαζιού. Την ίδια στιγμή, για να την ηρεμήσει ακόμα πειρσσοτερο, γυρισε προς το μέρος της, έσμιξε τα φρύδια του, σούφρωσε τα χείλη κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα, και με τα δάκτυλά του χτένισε το μουστάκι του απλώνοντας το προς τις δυο του άκρες καμώνοντας πως την κοιτούσε διερευνητικα. Η Δ. βλέποντάς τον δεν μπορούσε να καταλάβει αν της παρίστανε κάποιο μάγκα από παλιά ελληνική ταινία ή κανένα κριτικό τέχνης που στέκεται προβληματισμένος μπροστά σ’ έναν πίνακα. Ξέσπασε σε δυνατά και τρανταχτά γέλια πάνω στο μπρoστινό κάθισμα του παλιού Φολξ Βάγκεν. Ο Ν. τής γέλασε κι αυτός με τη σειρά του και την ένοιωσε να γέρνει και να κουρνιάζει πάνω στον ώμο του. Έκλεινε τα μάτια της...

Η Δ. άρχισε να σκεφτεται πως δεν θα υπήρχε λόγος ανησυχίας για το πλοίο αν είχαν φύγει εγκαίρως από την Αθήνα. Δεν μπορούσε όμως ν' αντισταθεί στο πείράγμα που του 'χε ετοιμάσει μέρες τώρα. Λίγο πριν αναχωρήσουν, λοιπόν, τού θύμισε ένα παλιό στοίχημα που εκείνος είχε χάσει και που προέβλεπε πως θα ξύριζε το μούσι του στο επόμενο ταξίδι τους, αφήνοντας μόνο το μουστάκι. Ο Ν. δεν είχε καμιά όρεξη να κυκλοφορεί μ’ ένα ντεμοντέ μουστάκι στο πρόσωπό του - αλλά όταν την είδε να επιμένει και να του θυμίζει την υπόσχεση του, κατάλαβε πως ήταν ματαιος ο κόπος να συνεχίσει να τ' αρνιέται. Δεν τον ένοιαξε μάλιστα τόσο κι αποφάσισε να κάνει κέφι τη φάση, από τη στιγμή που δεν θα έπρεπε να πάει στο δικηγορικό του γραφείο τις επόμενες δεκαπέντε μέρες αλλά να τριγυρίζει σε μέρη που δεν τον ξέρει κανείς.

Αν και απρόθυμα στην αρχή, μπήκε στο μπάνιο, σήκωσε την ξυριστική μηχανή και δεν άφησε στο πρόσωπο του άλλη τρίχα εκτός από κείνες που σχημάτιζαν στο πάνω χείλος του μια ίσια μαύρη γραμμή. Όταν τελείωσε, ξέπλυνε τους αφρούς και τις σαπουνάδες απο το πρόσωπο του και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Η θέα του εαυτού του τον σόκαρε. Πισωπάτησε για να τον δεί καλύτερα - ύστερα κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι του καθρέφτη μήπως κι αλλάξει εντύπωση, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να ψελλίσει στον εαυτό του ένα χαρούμενα απογοητευμένο:

- Μαύρα χάλια…!

Δεν είχε ποτέ ξανα αφήσει μουστάκι στη ζωή του. Γένια ή έστω κάποιο μικρό γενάκι, είχε για μεγάλα διαστήματα. Αλλά μουστάκι; Σκέτο; Ποτέ...Το καινούργιο του πρόσωπο τον ξένιζε υπερβολικά. Τού ήταν αδύνατο να συνηθίσει την εικόνα του στον καθρέφτη. Εκείνη τη στιγμή εισέβαλε η Δ. στο μπάνιο. Ένα παρατεταμένο Αααααα σε σε Ντο μείζονα έφυγ’ απ’ τα χείλη της και πλημμύρισε το μπάνιο.

- Γλυκέ μου, τί όμορφος που είσαι με το μουστάκι! Σου πάει πάρα πολύ! του είπε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της δίνοντάς του ένα φιλί.

Άρχισε κατόπιν να κουνά το κεφάλι της πέρα δώθε προσπαθώντας να παρατηρήσει το νεο του πρόσωπο απ’ όσο το δυνατόν περισσότερες οπτικές γωνίες.

- Έλα ρε Δ., μη με δουλεύεις…Δεν βλέπεις πως είμαι;
- Κούκλος είσαι…μοιάζεις πολυ στον μακαρίτη τον πατέρα σου. Δείχνεις όπως εκείνος...πως να το πω, αρχοντάνθρωπος!
- Με το μουστάκι!; Αρχοντάνθρωπος!;!;!;!
έκανε ο Ν. γελώντας.
- Ναι μωρό μου, γιατί; Το μουστάκι δίνει ένα τόνο ιντελεκτουέλ στον άνδρα, όταν του πάει,
είπε προσπαθώντας να πνίξει τα γέλια της.
Πόσοι ζωγράφοι, καλλιτέχνες κι αρχιτέκτονες είχαν μουστάκι! Ακόμα κι ο επόπτης μου στη Μπεζανσόν…Τον θυμάσαι αλήθεια τον Paul;
- Ξεχνιέται;
είπε ο Ν. ειρωνικά.
- …άσε που είσαι και σεξυ με το μουστάκι, παρατήρησε και βύθισε τη γλώσσα της βαθειά στο
στόμα του μ’ ένα φιλί παθιασμένο κι ερωτικό.

...

Κουμπιά ανοίγαν, τιραντάκια πέφταν, οι αναπνοές καίγαν κι επιτάχυναν...

Η αίσθηση που είχε όταν γλύστρησε μέσα της τής θύμισε εκείνη τη γλυκειά ζάλη που είχε νοιώσει την πρώτη φορά που κάναν έρωτα στη Γαλλία - όταν το αισθάνθηκε αδύνατο να μείνει κλειστή μπροστά του. Και του άνοιξε και του δόθηκε. Σ’ εκείνον, έναν άγνωστό της ακόμα, που την είχε ωστόσο παρασύρει σ' ενα στροβίλισμα λαχτάρας.

Ο Ν. ήταν τότε μεταπτυχιακός Νομικής στο Ιδιωτικό/Διεθνές Δίκαιο κι εκείνη μόλις ξεκινούσε το δικό της στη Συντήρηση Έργων Τέχνης. Εργασιομανείς κι οι δυο μ’ αυτό που λάτρευαν να κάνουν όσο το δυνατόν τελειότερα, άρχισαν στο πέρασμα του χρόνου να χάνονται ο ένας μέσα στον άλλο, με μόνο νήμα να τους δένει στον εαυτό τους το πάθος της δουλειάς.

Τόσο σφριγηλή ήταν η επιθυμία που μοιράζονταν, όσο σφριγηλή ένοιωθε την απόληξή του να φτάνει να βαθειά μέσα στην άκρη της μυστικής της σπηλιάς και να τρίβεται γεμάτη ένταση στα πιο σκοτεινά τοιχώματά της.

Καθένας έκανε την κοινή τους ιστορία παιχνίδι στο μυαλό του: Η Δ. δούλευε στην συντήρηση του Έρωτα τους, που ήταν για κείνη η ύψιστη όλων των τεχνών, κι ο Ν. μετέφραζε τις Ιδιωτικές Ανάγκες του καθενός τους σε Κοινές Ανάγκες και των δύο, και την ίδια στιγμή μεταβαλόταν σ' ασπίδα σε κάθε τι έξω απ’ τους δυό τους που δοκίμαζε να διασαλεύσει την αρμονία τους. Ακουμπώντας μ’ εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο, όντας ο ένας φόντο στη ζωή του αλλου και συνάμα πρωταγωνιστής, βρέθηκαν λίγα χρόνια αργότερα να δουλεύουν κι οι δύο στην Αθήνα, σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, με δουλειές που τους απέφεραν χρήματα αρκετά. Αρκετά, όχι για να κάνουν ο,τι θέλουν αλλά για να μην χρειάζεται να κάνουν πράγματα που δεν θέλουν. Κι αυτό ήταν ο δικός τους ορισμός της ευτυχίας.

Κι ο έρωτας τους γινόταν με τον χρόνο ένστικτο. Γινόταν πόλεμος, στον οποίο ο ένας ζητούσε την άνευ όρων παράδοση του άλλου. Παράδοση και παράλυση…όπως μόνο στον στιγμή του οργασμού μπορεί να βιωθεί: όταν είσαι απόλυτα ανοικτός και εκτεθιμένος.

Απολάμβαναν την κοινή τους ζωή σ’ ένα σύμπαν κλειστό, αυτόνομο και προστατευμένο, ανοικτό σε λίγους μόνο καλούς φίλους. Κι η επιθυμία τους, τρεφόταν από την ενέργεια που αλληλοχάριζαν απλόχερα και που ο καθένας αμπομυζούσε για τον εαυτό του μέσα από τις στιγμές της δουλειάς.

Κι ήταν κάποιες φορές, κάποιες λίγες φορες, που πάνω στον έρωτα τους εκείνη ένοιωθε τον πόνο. Πόνο δυνατό και σκληρό να την τρυπά και να την ερεθίζει ολοένα και πιο πολύ. Κι ας ένοιωθε όλο της το κορμί να 'χει πάρει φωτιά, και τα άκρα της τόσο μουδιασμένα που ήταν λες και δεν τα είχε πια.

Όπως τώρα.

Άρχισε λίγο-λίγο να συνέρχεται. Κούνησε με κόπο τα βλέφαρά της, ώσπου ίσα που κατάφερε να τ’ ανοίξει. Το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο δίπλα στις προστατευτικές μπάρες στην άκρη του δρόμου. Το παμπρίζ γεμάτο ρωγμές και μια μυρωδια καμένου λάστιχου παντού. Ήταν ακίνητη, δεμένη ακόμα με τη ζώνη ασφαλείας στο κάθισμά της. Κοίταξε τον Ν..

Ανακουφίστηκε. Ήταν δίπλα της. Δεμένος κι αυτός στη θέση του με τη ζώνη. Με τα μάτια κι αυτός ανοικτά...μ' ακίνητα. Ένα μικρό κόκκινο ρυάκι ανάβλυζε μέσ’ απ’ τα μαλλιά του κι έτρεχε πάνω στο κούτελο και το μάγουλό του και πότιζε τα χείλη του. Το μαύρο το μουστάκι του είχε πάρει ένα νοτισμένο κόκκινο χρώμα

Κάτι έσπασε μέσα της. Σχεδόν άκουσε με τ' αυτιά της το κρακ.

Ήταν παγωμένη και ζαλιζόταν φριχτά. Χωρίς σκέψεις. Μόνο έλυσε τη ζώνη της με πολύ δυσκολία. Κάθε της κίνηση ένα σφυροκόπημα στο κεφάλι. Άνοιξε σπρώχνοντας την πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Το διερχόμενο φορτηγό δεν πρόλαβε να φρενάρει, όταν τρεκλίζοντας βρέθηκε να παραπατά στην άσφαλτο της εθνικής. Από την σύγκροσυση εκσφενδονίστηκε δεκάδες μέτρα μακρυά.

Απέναντι από το επιπλάδικο.
Του Απατάγγελου.
Του έρωτα.

Τώρα τουλάχιστον θα μπορούσε να τον ξυρίσει.
Όπως άλλωστε του το 'χε κι εκείνη υποσχεθεί.

2 Comments:

Blogger Xνούδι said...

My oh my που λένε και οι placebo που ακούω πρωινιάτικα.
Tι θα κάνω με σένα που κάθε μέρα μας γράφεις τέτοια ωραία εδώ?
Νυστάζω καλή μου σκιά και πρέπει να δουλέψω. Οταν μετακομίσεις let us know να έρθουμε στο καινούργιο σου σπίτι. Κατά προτίμηση θελουμε διπλό εσπρέσο χωρίς ζάχαρη για κέρασμα.
Και για να μην ξαναχαλάσουμε τις συνήθειές μας, γράφουμε στο από κάτω ποστ.
Καλημέρα :)

10/24/2006 8:53 π.μ.  
Blogger οι σκιές μιλάν said...

Καλημερες χνούδι και καλώς σε ξαναβρίσκω..

Τον δικό μου εσπρεσο τον πινω πάντα 3πλό και σκέτο. Η ζάχαρη μου φέρνει για κάποιο λόγο υπνηλία πάντα.

Πάντως, νομίζω, οι Πλασίμπο δεν είναι ούε για να ξεκινά η μέρα ούτε για να τελειώνει. Είναι μουσική σούρουπου νομίζω, αλλά πάλι εξαρτάται απ'τη διάθεση.

Να προσέχεις κι εσύ πολύ-πολύ..

10/24/2006 11:41 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home