Συντριβή
Λένε πολλοί πως τα πιο σημαντικά περιστατικά στη ζωή τους, εκείνα που σημάδεψαν τη ψυχή τους και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα τους, τον εσωτερικό τους κόσμο είναι πράγματα μικρά, πολύ μικρά: μια εικόνα, ένα τραγούδι, μια ταινία, μια απειροελάχιστη στιγμή που χτύπησε μια μυστική χορδή μέσα τους.
Τους πιστεύω. Νομίζω...
Ήταν 28 Ιουλίου του 1999 την πρώτη φορά που κόντεψα να χάσω τη ζωή μου. Βράδυ, κι η θερμοκρασία στο Παρίσι ήταν στους 38 βαθμούς με την υγρασία κοντά στο 40% - ατμόσφαιρα αποπνιχτική. Είχαμε βγεί με τον Carlos και την κοπέλα του τη Liz στους δρόμους από το μεσημέρι για να πάμε σε όσο το δυνατόν περισσότερες από τις συναυλίες που φιλοξενούνταν στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης στα πλαίσια εκείνου του τριήμερου φεστιβάλ. Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα καταλήξαμε έξω από το Pompidou στους Noir Desir. Στην πλατεία Stravinsky και στους δρόμους ολόγυρα, κοντά στις 150,000 - το αδιαχώρητο. Προσπαθούσαμε θυμάμαι να πλησιάσουμε όσο γινόταν πιο κοντά στην σκηνή περπατώντας πιασμένοι χέρι-χέρι για να μην χαθούμε στο πλήθος. Όσο προχωρούσαμε όμως τόσο πιο δύσκολο γινόταν να πάμε παραπέρα. Ήμουν τελευταίος, στη μέση ο Carlos και πρώτη η Liz που όλο και κάποιο πέρασμα έβρισκε για να κάνει ένα βήμα πιο μπορστά και να μας τραβήξει κι εμάς. Το στρίμωγμα κάποια στιγμή έγινε αφόρητο. Είμασταν λίγο πριν τη μέση της πλατείας μα η Liz δεν έλεγε να σταματήσει κάπου. Συνέχιζε να ψάχνει ανοίγματα, να θέλει να φτάσει ακόμα παραπέρα.
Τους πιστεύω. Νομίζω...
Ήταν 28 Ιουλίου του 1999 την πρώτη φορά που κόντεψα να χάσω τη ζωή μου. Βράδυ, κι η θερμοκρασία στο Παρίσι ήταν στους 38 βαθμούς με την υγρασία κοντά στο 40% - ατμόσφαιρα αποπνιχτική. Είχαμε βγεί με τον Carlos και την κοπέλα του τη Liz στους δρόμους από το μεσημέρι για να πάμε σε όσο το δυνατόν περισσότερες από τις συναυλίες που φιλοξενούνταν στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης στα πλαίσια εκείνου του τριήμερου φεστιβάλ. Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα καταλήξαμε έξω από το Pompidou στους Noir Desir. Στην πλατεία Stravinsky και στους δρόμους ολόγυρα, κοντά στις 150,000 - το αδιαχώρητο. Προσπαθούσαμε θυμάμαι να πλησιάσουμε όσο γινόταν πιο κοντά στην σκηνή περπατώντας πιασμένοι χέρι-χέρι για να μην χαθούμε στο πλήθος. Όσο προχωρούσαμε όμως τόσο πιο δύσκολο γινόταν να πάμε παραπέρα. Ήμουν τελευταίος, στη μέση ο Carlos και πρώτη η Liz που όλο και κάποιο πέρασμα έβρισκε για να κάνει ένα βήμα πιο μπορστά και να μας τραβήξει κι εμάς. Το στρίμωγμα κάποια στιγμή έγινε αφόρητο. Είμασταν λίγο πριν τη μέση της πλατείας μα η Liz δεν έλεγε να σταματήσει κάπου. Συνέχιζε να ψάχνει ανοίγματα, να θέλει να φτάσει ακόμα παραπέρα.
Νοιώθω τότε τα πόδια μου να μην πατάνε στη γή.
Είμαι στον αέρα.
Συμπιεσμένος πάνω σε άλλα ανθρώπινα σώματα.
Ο θώρακας κι η πλάτη μου αισθάνομαι οτι θα γίνουν ένα.
Συνθλίβομαι.
Δεν μπορώ ν' ανασάνω.
Αρχίζω να ζαλίζομαι εφιαλτικά.
Θέλω να φωνάξω βοήθεια.
Μα ίσα που ανοίγει το στόμα μου.
Δε σκέφτομαι τίποτα.
Μόνο αγκομαχώ να πάρω την επόμενη ανάσα.
Τα βλέφαρα μου ανοιγοκλείνουν ασταμάτητα.
Χρειάζομαι οξυγόνο.
Δεν αντέχω άλλο.
Παραδίνομαι.
Το τέλος μου...
...
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν στην πλάτη του Charles. Είχε γυρίσει να με βρεί. Όταν με αντίκρυσε στο πλήθος ήμουν ημι-λιπόθυμος. Με τα τεράστια χέρια του με είχε άρπαξει, με σήκωσε, με φόρτωσε στην πλάτη του κι άρχισε με μπουνιές και βρισιές να ανοίγει δρόμο προς την έξοδο της πλατείας.
Έζησα.
Για την Sophia, δεν υπηρχε σήμερα το μεσημέρι κανένας Carlos να της ανοίξει τον δρόμο πίσω στη ζωή.